- φροντιστήρια
- φροντιστήριονplace for meditationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek
φροντιστήριο — Εξωσχολικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου ο μαθητής του γυμνασίου ή του λυκείου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα είτε για να προβιβαστεί στην άλλη τάξη, επειδή έμεινε επανεξεταστέος, είτε για να προετοιμαστεί καλύτερα στις εξετάσεις που θα δώσει σε μια… … Dictionary of Greek
Βασιάδης, Κωνσταντίνος — (Δελβινάκι, Ήπειρος 1821 – Κωνσταντινούπολη 1890). Έλληνας λόγιος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρα και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1859 επέστρεψε στην… … Dictionary of Greek
Ιμβριώτη, Ρόζα — (1898 – 1977). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Σορβόνης και του Βερολίνου. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που… … Dictionary of Greek
Κασσωτάκης, Μιχάλης — (Άγιος Κωνσταντίνος Λασιθίου Κρήτης 1946 –). Πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στις επιστήμες της αγωγής σε πανεπιστήμια της Γαλλίας (Σορβόνη κ.ά.). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… … Dictionary of Greek
Κουλουφάκος, Κώστας — (Αθήνα 1924 – 1994). Μεταφραστής, ποιητής και κριτικός. Σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος ανεξάρτητης αντιστασιακής ομάδας.… … Dictionary of Greek
Λεμεσού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου με έδρα τη Λεμεσό. Ο οικείος μητροπολίτης φέρει και τον τίτλο του Προέδρου Αμαθούντος και Κουρίου. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα γυναικεία μοναστήρια Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου, Ζωοδόχου Πηγής… … Dictionary of Greek
Νεάπολης και Σταυρούπολης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 45 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 113 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι Γενεσίου της Θεοτόκου… … Dictionary of Greek